- ἀμορφίας
- ἀμορφίᾱς , ἀμορφίαformlessnessfem acc plἀμορφίᾱς , ἀμορφίαformlessnessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безобразиѥ — БЕЗОБРАЗИ|Ѥ (6), ˫А с. 1.Безобразие, неподобающее, неприличное поведение: ѩко пьѩньства и обь˫адѣни˫а. и иного безъобрази˫а вина есть ||=таковое дѣло. КР 1284, 85 86; Елиньска˫а пировани˫а д(а) престанɤть своѥго ради безоѡбрази˫а. Там же, 119б;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διατυπωτικός — διατυπωτικός, ή, όν (AM) 1. περιγραφικός, παραστατικός 2. αυτός που μπορεί να διαμορφώνει, διαμορφωτικός («διατυπωτικὸν φύσει καὶ αὐτὸν ὄντα τῆς ἐν τῇ ὕλῃ ἀμορφίας») μσν. ασαφὴς … Dictionary of Greek